Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

 Η ομιλία του Αλέξανδρου Σχισμένου στην παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων  "Αποτυπώματα"


Νομίζω πως όσα ακούσαμε μέχρι τώρα μας βάζουν στο κλίμα του βιβλίου. Ωστόσο θέλω να πω κι εγώ τα δικά μου.

Την Τζένη δεν είχα την τύχη, που είχατε κάποιοι, να τη γνωρίσω ως συνάδελφο, ως δασκάλα, ως καθηγήτρια, ή να συμμετέχω σ΄ αυτή την τρομερή δημιουργία, που έχει εμπνεύσει στους μαθητές της και την οποία έχουμε δει στον πολιτισμό, στο θέατρο, σε ταινίες μικρού μήκους και σε όλο αυτό τον πλούσιο κόσμο των ιδεών, τον οποίο μεταφέρει όχι μόνο στους μαθητές της αλλά και σε μας, όπου κι αν τη συναντούμε. Εγώ τη συνάντησα στα βουνά της Ηπείρου, σε κοινωνικούς αγώνες για την υπεράσπιση του φυσικού τοπίου. Δεν είμαι από την Ήπειρο, αλλά όταν γνώρισα τη Τζένη και περπατήσαμε όλοι μαζί εκεί πάνω στα βουνά, καταλάβαμε ότι αυτός ο τόσο όμορφος τόπος, δεν είναι μία καρτ ποστάλ, δεν είναι κάτι έξω από μας, ο τόπος, τα βουνά, η Μουργκάνα, δεν είναι απλά ένα γεωγραφικό στοιχείο. Δεν υπάρχουν, σ΄ αυτόν τον πλανήτη,  απλά γεωγραφικοί τόποι, είναι ιστορικοί τόποι. Αυτό νομίζω είναι η ουσία του συναισθήματος και της βαθύτερης διάστασης στην οποία μας βάζουν τα διηγήματά της. Μας βάζουν στη σύνδεση τόπου και χρόνου. Και είναι ουσιαστική αυτή η σύνδεση, μας φέρνει σε επαφή με ζωές, με χρόνους συνανθρώπων και με τόπους που μπορεί να μην έχουμε γνωρίσει, αλλά κουβαλάνε κάτι και από τη δική μας συγκίνηση. Αυτό που είχε πει ο καθηγητής και φίλος Βασίλης Νιτσιάκος στην παρουσίαση της Μουργκάνας είναι μεγάλη αλήθεια. Ο τόπος μας δεν είναι απλά το γεωγραφικό, φυσικό τοπίο, ο τόπος είναι οι σχέσεις των ανθρώπων, ο τόπος είναι οι άνθρωποι. Αυτό ήταν, νομίζω η ουσία της Μουργκάνας, του προηγούμενου βιβλίου της Τζένης, αλλά όπως η ίδια γράφει στα «Αποτυπώματα», κι ο χρόνος είναι οι άνθρωποι. Δεν μπορούμε να το διαχωρίσουμε αυτό.

Ο χρόνος είναι οι ιστορίες που δημιουργούμε εμείς και είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι τα διηγήματα της μάς βάζουν βαθιά στις ιστορίες των ανθρώπων. Είναι μια λογοτεχνία που θα έλεγα πως κινείται βαθιά μέσα στον ρεαλισμό του ανθρώπινου συναισθήματος. Δεν υπάρχουν τρυφερές στιγμές οι οποίες να είναι χωρίς κόστος, όπως δεν υπάρχουν και σκληρές στιγμές χωρίς κόστος.  

Θα σταθώ, για να μη σας κουράσω, μόνο σε τρεις στιγμές του βιβλίου, που νομίζω πως προσφέρονται ως ερμηνευτικά κλειδιά, για να ξεκλειδώσει κανείς τα «Αποτυπώματα», γιατί ως μη λογοτέχνης αναγκάζομαι να μιλήσω στεγνά για κάποια ζητήματα, τα οποία η λογοτεχνία προσεγγίζει πιο βαθιά.

Ξεκινώντας, να πούμε πως σ΄ αυτή τη συλλογή, πέρα από τον εσωτερικό ρυθμό του κάθε διηγήματος που είναι αυτόνομο, ενυπάρχει και ένας άλλος ρυθμός που διατρέχει και συνδέει τα διηγήματα μεταξύ τους.

Το πρώτο διήγημα είναι η «Αναχώρηση». Είναι αυτό, που πολύ σωστά αναφέρθηκε, ο ορισμός της εξορίας και της επιστροφής. Αυτή η εξορία και η επιστροφή όπως μας δείχνει το πρώτο κιόλας διήγημα, δεν είναι απλά μια εξορία και μια επιστροφή εξωτερική. Είναι μια εξορία από το μέλλον, το οποίο δεν έγινε πραγματικότητα, από ένα αγώνα ο οποίος μπορεί να χάθηκε, αλλά του οποίου το νόημα, αυτού του λανθάνοντος μέλλοντος, της δυνατότητας, παραμένει ακόμα ζωντανό. Άρα είναι ένα μέλλον συνεχώς υπαρκτό. Ο αντάρτης είναι αυτός που αναχωρεί και δεν το κάνει για να φύγει από τον κόσμο, ουσιαστικά αναχωρεί από τη ζωή, επιστρέφοντας, ανακεφαλαιώνοντας, ξαναφέρνοντας όλα όσα είχαν σημασία και δίνονται σε μας. Αναχωρεί λοιπόν όχι από τον κόσμο, αναχωρεί για να επιστρέψει στην ιστορία, να γονιμοποιήσει, να φωτίσει και πάλι το δέντρο της. Πώς; Με την προσωπική του μαρτυρία, η οποία δεν απευθύνεται βέβαια σε μας, αλλά στη Μάρω, μέσα όμως από την πένα της Τζένης μπορούμε να δούμε και να καταλάβουμε αυτόν τον πραγματικά ζωντανό άνθρωπο.  Αναχώρηση λοιπόν, χωρίς αναχωρητές, αναχώρηση για την επιστροφή, στον τόπο των αγώνων μας, στο χρόνο των αγώνων μας, στον τόπο και στον χρόνο που συνθέτουμε μαζί.

«Ο ωρολογοποιός», είναι το δεύτερο διήγημα στο οποίο θέλω να αναφερθώ. Ο  Αινστάιν, ο χαρτογράφος της μαθηματικής λογικής αντίληψης του χρόνου που έχουμε σήμερα σαν καθιερωμένο μοντέλο, έλεγε πως… «αν ήθελα, αν μπορούσα να καταλάβω τον χρόνο, θα γινόμουν ωρολογοποιός». Γιατί; Γιατί ο ωρολογοποιός βρίσκεται αντιμέτωπος μ΄ αυτή την διφυΐα του χρόνου, δηλαδή ένα λεπτό είναι ένα λεπτό κι όμως το περιεχόμενο ενός λεπτού είναι εντελώς διαφορετικό. Το λεπτό, η στιγμή  αυτή που «Ο ωρολογοποιός» διατηρεί μες την αιωνιότητα. Η στιγμή πριν το πρώτο ερωτικό άγγιγμα, η στιγμή αυτή έχει βάρος που δεν μετριέται με μαθηματικούς όρους. Είναι μια στιγμή που διαποτίζει μια ζωή, και μας αφορά, γιατί τέτοιες στιγμές συνθέτουν και τις δικές μας ζωές. Και μας αφορά ακόμα περισσότερο, γιατί οι στιγμές που συνθέτουν τις ζωές των ηρώων της Τζένης δεν είναι απομονωμένες, συνθέτουν την ιστορία, μια ιστορία γεμάτη πόνο, μια ιστορία χαμένων αγώνων, που όμως δεν βουλιάζουν στη λήθη. Η μνήμη η οποία διατηρείται μέσα στα διηγήματα, δεν είναι μνήμη της προσωπικής ιστορίας του καθενός, είναι η μνήμη της κοινής πατρίδας μας, μητρίδας μας, του κοινού μας στόχου. Υπήρχε ένας Ρωμαίος ποιητής, ο Τερέντιος που έλεγε: «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Τι σημαίνει αυτή η φράση; Σημαίνει ότι οι αγώνες των ανθρώπων, τα συναισθήματά τους, οι αγωνίες τους, βρίσκονται σε τόπους που μπορεί να μην έχουμε οι ίδιοι ζήσει, να μην τους έχουμε δει και επισκεφτεί ποτέ, μεταφέρουν όμως τον κοινό πόνο, την κοινή αγωνία που νιώθουμε κι εμείς όταν ανοιγόμαστε στη φύση και στους ανθρώπους γύρω μας. Όταν υπερβαίνουμε την αποξένωση. Η Τζένη μας δείχνει ένα τρόπο να υπερβαίνουμε την αποξένωση με την συναίσθηση ότι κι άλλοι άνθρωποι υποφέρουν και ότι η δική μας αξιοπρέπεια είναι κοινή με τη δική τους. Ενώ υπάρχει μια κακώς νοούμενη αντίληψη στον κόσμο τον σημερινό ότι η αποξένωση προκύπτει από την ύπαρξη των άλλων στη ζωή μας, στην πραγματικότητα η Τζένη μάς δείχνει ότι η υπέρβαση της αποξένωσης επιτυγχάνεται με την αναγνώριση του άλλου μέσα μας. Όχι μόνο του άλλου που μας μεγάλωσε και του άλλου που θυμόμαστε, αλλά και εκείνου του άλλου που αγωνίστηκε για κάτι το οποίο μπορούμε κι εμείς να καταλάβουμε.

Τα διηγήματα μάς πάνε σ΄ αυτό το ταξίδι, μας δείχνουν την ποιότητα του χρόνου, όπου ποιότητα εννοούμε  το ειδικό βάρος του, τον φαντασιακό χρόνο που κυοφορεί ένα μέλλον.  Τον χρόνο που είναι φορτωμένος από τη μνήμη ενός παρελθόντος που δεν έσβησε, που θα μπορούσε να επιφέρει μια άλλη πραγματικότητα και που αυτό μεταδίδεται από τον έναν στον άλλο. Γιατί πραγματικά η εξορία που βιώνουν οι ήρωες της Τζένης είναι αυτή που προκύπτει από την αποξένωση που δημιουργεί ένα σύστημα που λειτουργεί ενάντια στην κοινωνία των ανθρώπων, καταρρακώνοντας, διασπώντας τους χρόνους.  

Στο πολύ σημαντικό διήγημά της «Ο Γερμανός», μας δείχνει πώς ο πόνος γεννάει πόνο και πώς η αποξένωση, - αν δεν κάνουμε το βήμα να υπερβούμε αυτό που μας έχουν μάθει ως θέση μας στον κόσμο, αν δεν γίνει το βήμα αυτό, πέρα από την εξορία στην οποία μας έχουν βάλει οι από πάνω, - τότε καταλήγουμε να αναπαράγουμε χωρίς κανένα όφελος, χωρίς καμιά απόλαυση, αυτή την εξορία. Ο Γερμανός αναπαράγει την εξορία την οποία έζησε μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να την υπερβεί μέσα από τον άλλο. Νομίζω πως αυτό είναι το σημαντικό και το τρομερό μέσα σε ένα διήγημα το οποίο θα χαρακτήριζα λογοτεχνία. Ότι δηλαδή δε μπορεί να μας αφήσει ασυγκίνητους, επειδή μας θυμίζει κάτι. Μας θυμίζει κάτι ακόμα κι αν μιλάει για ένα μέρος που δεν έχουμε ζήσει. Δεν έχουμε πάει στη Ραμάλα, στο Περού, δεν έχουμε πάει στη Μουργκάνα. Μας τα φέρνει όμως η Τζένη. Υπάρχει αυτό στα διηγήματά της. Η αντανάκλασή μας στον τόπο και στον χρόνο.

Οι ήρωες των «Αποτυπωμάτων» της Τζένης είναι εξόριστοι που επιστρέφουν. Και επιστρέφουν όχι γυρνώντας προς τα πίσω, αλλά πηγαίνοντας στο μέλλον. Δεν είναι λωτοφάγοι, αυτό είναι το σημαντικό, δεν είμαστε λωτοφάγοι, δεν ξεχνάμε αυτά τα οποία συνθέτουν το νόημα της ζωής μας. Και το νόημα της ζωής μας, όπως μας δείχνει η Τζένη, είναι συλλογικό και είναι και ιστορικό. Οι μαρτυρίες μας είναι κυριολεκτικά αυτές που συνθέτουν πραγματικά την κίνηση της ιστορίας. Και οι άλλοι μέσα μας δεν είναι ξένοι, αλλά είναι τόπος μας, ένα κομμάτι της δικιάς μας φαντασιακής μητρίδας. Είναι μια χάντρα η κάθε συνάντηση, ένα αποτύπωμα η κάθε σχέση που δημιουργείται ανάμεσά μας.

Τελειώνω με την τελευταία φράση του βιβλίου, που για μένα νομίζω ότι είναι ένα τελευταίο ερμηνευτικό κλειδί για να αποκωδικοποιήσουμε τα διηγήματα. Το βιβλίο διαχωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο είναι οι άνθρωποι που κουβαλούν τον τόπο μέσα τους. Στο δεύτερο υπάρχει ένας τόπος στο βάθος, η Μουργκάνα, η οποία θα λέγαμε δίνει νόημα, βάθος, στις σχέσεις των ανθρώπων, υπάρχει εκεί σαν ηχώ. Όλα συνθέτουν στιγμές, οι οποίες συντίθενται σε ιστορίες, φτιάχνουν κολιεδάκια. «Ένα κολιεδάκι ενενήντα χρονών. Κάθε χάντρα του και μνήμη, κάθε κόμπος του και πόνος.» Αυτό το κολιεδάκι νομίζω είναι η ιστορία της ανθρωπότητας. Και η Τζένη μάς δίνει, όπως κάθε λογοτέχνης που γράφει πραγματικά, μια ματιά μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας, μέσα από μια ματιά στη ζωή των άλλων ανθρώπων.



 Η ομιλία της Έμμυς  Χριστούλα στην παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων "Αποτυπώματα"



Αποτυπώματα. Από το εξώφυλλο αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο συγγραφικός λόγος δεν  προκύπτει εν κενώ, αλλά συνιστά την ιχνηλάτηση  μιας χρονίζουσας  αλληλεπίδρασης που έχει αναπτύξει η συγγραφέας με τον Άλλον. Με τον Άνθρωπο.

Καταφέρνει και βρίσκεται εκεί όπου το έλασσον συμβάν συναντά την ιστορία ή εκεί όπου το συμβάν συγκροτεί ιστορία, με σταθερή γωνία λήψης την ανθρώπινη περιπέτεια

 Για το λόγο αυτό τα διηγήματα αυτά, ζουν και έξω από το βιβλίο. Ζουν μέσα στη ζωή.

Τα πρόσωπα των διηγημάτων έχουν με διάφορες παραλλαγές, τη μορφή του εξόριστου, προσδιορίζοντας την  εξορία σαν ένα συναίσθηµα, σα µια κατάσταση δυσαρµονίας όπου αποκαλύπτεται η ρήξη ανάµεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσµο.

Στον εσωτερικό τους κόσμο  αξιώνουν την   αγάπη, την ανθρωπιά, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, την αλληλεγγύη,  την ανήμερη μνήμη, σφυρηλατώντας μια κοινότητα αξιών.

Σαν ένας θίασος, σαν ένα περιπλανώμενο στο χώρο και το χρόνο μπουλούκι, με συνωμοτικούς κώδικες στίχους ηπειρώτικων δημοτικών, γραμμένους πάνω σε ένα πακέτο τσιγάρων που το κρατάνε κατάστηθα στην  τσέπη του πουκάμισου τους.

Και αυτός ακριβώς ο εσωτερικός τους κόσμος διαμορφώνει την ακριβή σκηνογραφία όπου θα λάβει χώρα μια τραγικής φύσης σύγκρουση με τον εξωτερικό κόσμο.

Εκείνον τον εξωτερικό κόσμο που πάσχει από πολυοργανική ανεπάρκεια, τον κόσμο του μετανεωτερικού καπιταλισμού.

Αυτού του μονόφθαλμου ανήθικου Κύκλωπα,  που δεν μπορεί να κοιτάζει αριστερά και δεξιά εκεί όπου βρίσκεται ο Άνθρωπος, παρά μόνο τον μπροστινό του Κανέναν, επιθυμώντας και επιδιώκοντας να τον περάσει, να τον κατασπαράξει, να τον καταβροχθίσει.

Η περιπέτεια της ανθρώπινης ιστορίας όμως, σε πείσμα της σύνεσης και του κυκλώπειου ορθολογισμού, σηματοδοτείται από τον Οδυσσέα.

Τον διωκόμενο από τα συστημικά ιερατεία Οδυσσέα.

Τον θυμωμένο, τον περιπλανώμενο, τον αντιστεκόμενο, τον εξόριστο, τον ηττημένο. Τον σκοτεινό συνωμότη που πάντα επιστρέφει.

Αυτοί είναι οι αντιήρωες της Τζένης, σε έναν κόσμο όπου τα σταθερά περιγράμματα διαλύονται, περιπλανώνται με το μόνο που τους απομένει την πεισμώδη αξιοπρέπειά τους και επιστρέφουν σταθερά, άλλοτε με στέρεη περπατησιά, άλλοτε τρεκλίζοντας, αφήνοντας όμως πάντα μέσα από το βρασμό των γεγονότων των προσωπικών τους ιστοριών, το αποτύπωμα τους. Που δεν είναι άλλο από απανωτά φορτία αγάπης, δίκιου, ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Άνθρωποι μέχρι το μεδούλι δηλαδή : ‘’ Εγώ θα επιμένω να ονειρεύομαι έναν κόσμο γεμάτο αγάπη και ελευθερία. Ακόμα και τώρα που σου μιλώ σαν ηττημένος, σαν πρόσφυγας. Πάντα θα ονειρεύομαι έναν κόσμο ελεύθερο, έναν κόσμο χωρίς αφεντικά ΄΄ λέει στην αγαπημένη του Στέλλα ο Ραμίν από την Τεχεράνη.

Τόπος των διηγημάτων όλη η γη.

Παλαιστίνη και Ντίσελντορφ, Πειραιάς και Αμέρικα Λατίνα, Γενεύη και βουνό Ναραγιάμα ή πλατεία Συντάγματος ένα παγκόσμιο βλέμμα που  καταφέρνει να μετασχηματίζει το συνεσταλμένο χρόνο των ηρώων, σε ένα χρόνο συλλογικό, στον οποίο τίποτε δεν έχει χαθεί και όλα,  είναι ακόμα μπροστά μας ΄΄ γιατί ο χρόνος είναι ο τρόπος που επιλέγει κανείς να ζει. Χρόνος είναι οι άνθρωποι΄΄

Σε αυτόν το χρόνο φέρνει πλάι πλάι την Ιρανή ποιήτρια Ταχερέ που τη στραγγάλισαν με το μεταξωτό της μαντήλι γιατί τόλμησε να εμφανιστεί χωρίς το τσαντόρ της, τη Λεϊλά Χάλεντ που ως άλλος Ίκαρος μας μπόλιασε τις ελεύθερες πτήσεις, τον Κούρδο Μαχμούτ που ψιθυρίζει ‘’ Solidarität liebe Jenny΄΄

τον Ελ Γκριέγκο που στα ανυπότακτα βουνά του Περού μαθαίνει ότι συντροφικότητα είναι να τρέφει ο ένας τον άλλον και να τρέφεται ο ένας από τον άλλον , πως ΄΄ πρέπει ο άνθρωπος να σέβεται τη Πατσαμάμα, τη μητέρα Γη, γιατί του δίνει τον καρπό της, μαθαίνει ακόμη να είναι περήφανος σαν τον κόνδορα και αγέρωχος σαν τα βουνά.

Τον Νικήτα που έβλεπε τα τιμαλφή που έπρεπε να σώσει, μια παλιά φωτογραφία, το παρελθόν, το αποστάγματα της κάθε ζωής

τη Μόρφω που γνώρισε τον πιο σκληρό δυνάστη, την πατριαρχία στο πρόσωπο του πατέρα της και του αγαπητικού της και βρήκε νησίδα ανθρωπιάς και τρυφερότητας στη νονά Μαρίκα, τη Φατίμα από την Αλγερία που πλήρωσε με τη ζωή της το πιο ακριβό ταυτοτικό χαρακτηριστικό της, την καταγωγή της, ήταν Αράβισσα

τον Τάκη τον μάγκα που αυτοκτόνησε από αγάπη και ντροπή γιατί αγάπησε τον Πέτρο

την Γιασμίν από τη Δυτική Όχθη, από τη Ραμάλα που διεκδίκησε ένα χωνάκι γης και το κέρδισε τελικά, ακριβώς ένα χωνάκι γης, όσο χωρεί μια ελιά.

Και ναι, τελικά γίνεται μια ελιά να χωρέσει όλη την Ιστορία. Να χωρέσει τον καημό της χαλασμένης μας ζωής, να ταράζει τον νοικοκυρεμένο ύπνο μας.

Να γίνει η  μικρή πατρίδα της μεγάλης μνήμης και της μεγαλειώδους  αντίστασης στον αγώνα των ανθρώπων να παραμείνουν άνθρωποι.

Σε αυτήν τη λιτανεία των αγώνων  όπου  δύναται να διακρατηθεί η αγάπη, η ανθρωπιά, η ελευθερία, η Τζένη επιμένει στη δυνατότητα και τη δικαιοδοσία των ανθρώπων να βγάζουν τη γλώσσα τους στην πολιτική ως διαχειριστικό υποσύστημα.

Στo διαχειριστικό υποσύστημα που κάποτε δεν αναγνώριζε ανθρώπους παρά μόνο  αριθμούς χαραγμένους στο αριστερό τους χέρι αν ήταν Εβραίοι, Ρομά, κομμουνιστές ή ομοφυλόφιλοι και σήμερα δε μιλά για ανθρώπους,  παρά για λαθραίους, αν λέγεσαι Ραμίν, Μπαχάρ ή Αυλάν

Σε αυτό το υποσύστημα  που στήνει τείχος διαμελίζοντας πατρίδες και ανθρώπινες ζωές αν ζεις στη Δυτική όχθη και παλεύεις χωρίς φωνή μόνον με τα μάτια, για το μόνο που σου έχει απομείνει, αν λέγεσαι Γιασμίν.

Που  ισοπεδώνει απάτητες κορφές, που ξεπατώνει τα ελατοσκεπασμένα Άγραφα, το Σμόλικα, το Γράμμο ή το Τσιβάι για να τα μετατρέψει σε εταιρικά προϊόντα υψηλών αποδόσεων

Που καλλιεργεί και ανασαίνει από τον ναρκισσιστικό ατομοκεντρισμό διαλύοντας τις κοινότητες και τη συλλογική συνείδηση, επενδύοντας χωρίς ρίσκο στην ανημπόρια και την απόγνωση του ενός ή της μιας 

Που κατασκευάζει σύγχρονους πολίτες με ατσαλάκωτη εικόνα για να ανταπεξέρχονται στις υψηλές ταχύτητες, στον ψηφιοποιημένο έρωτα, στο κυνήγι των στόχων, της επίδοσης και του χρόνου

Ένα υποσύστημα που εμφανίζει σε μία συγκεκριμένη φάση του, την αντιδραστικότερη μετάλλαξή του, τον φασισμό, όχι τόσο ως το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας σε κρίση, αλλά ως αξιοποίησή του από το σύστημα, που το ίδιο βρίσκεται σε κρίση.

Άλλωστε όπως είπε και ο Χορκχάιμερ ‘’πρέπει πράγματι να σιωπά για το φασισμό, όποιος δε θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό’’, αφού πρόκειται για ένα αλληλοτροφοδοτικό ολοκληρωτικό δίκτυο

Και η Τζένη μέσα από τα διηγήματά της σπάει την κοινότοπη, κυρίαρχη και καθησυχαστικά προβαλλόμενη ερμηνεία του φασιστικού φαινομένου ως μιας άπαξ εμφάνισης ενός μεταφυσικού κακού επί γης.

Ο Γιόχαν  πρώην εβραίος, νυν άθεος, κυνηγημένος από το ναζισμό θυμάται από τη νύχτα των κρυστάλλων : ‘’Η κόλαση του Δάντη είναι πολύ μικρή για να περιγράψει τον όλεθρο΄΄ και συνεχίζει την αφήγησή του ΄΄μια μέρα τους άκουσα να διηγούνται πως σκοτώσανε ένα πιτσιρίκι που προσπαθούσε να μαζέψει κάτι ξερά αχλάδια από μια αγριοαχλαδιά. Γελούσαν και καμαρώνανε που σκότωσαν ένα μικρό παιδί’’. Δεν είχαν τελικά ανθρώπινη υπόσταση΄΄

Όπως ανθρώπινη υπόσταση δεν είχε και ο Νικ που 70 χρόνια μετά ξυλοκοπούσε στη Θεσσαλονίκη Αιγύπτιους, γιατί οι φασίστες αντιδρούν με καταστροφικό τρόπο εναντίον της κίνησης της ζωής, εναντίον του πολύμορφου και πολλαπλού τρόπου της και λίγο αργότερα σκότωσε τη Φατίμα: ‘’ Γαμώ τον Αλλάχ σας, γαμώ’’ ουρλιάζει και σηκώνει ψηλά την ακονισμένη λάμα.

Η ίδια λάμα που σκότωσε και τον Παύλο Φύσσα, μιας μισάνθρωπης οργάνωσης, που μεταμφιέζει το φόβο, την αποστροφή και τη μισαλλοδοξία σε πολιτικά επιχειρήματα και θέσεις. Μιας οργάνωσης αποτελούμενης από τσαμπουκάδες με μια αντιαισθητική βαρβατίλα και με μια κοινωνικά επιδεικνυόμενη μαγκιά που αναπληρώνει και ανακουφίζει την εσωτερική τους μειονεξία

Αυτό, το ανθρωποκτόνο υποσύστημα και οι μεταλλάξεις του εξορίζουν του ήρωες των διηγημάτων. Οι ίδιοι όμως επιστρέφουν σταθερά, όχι γιατί λατρεύουν μια ψεύτικη ελπίδα, αλλά γιατί αγωνίζονται ενάντια στην αληθινή απελπισία, ανυψώνοντας την πολιτική στην  οντολογική της έννοια που ενυπάρχει, που συγκρούεται, που συστήνει αδιάκοπα και δυναμικά κάθε κοινωνική πρακτική.

Εδώ η πολιτική είναι οι ίδιοι οι ήρωες των διηγημάτων, που αγωνίζονται για τις πεζούλες τους και τις καλύβες τους.

 Σύμμαχός της Τζένης είναι το όνειρο .

Το όνειρό της υπάρχει γιατί νιώθει, αισθάνεται, συναισθάνεται. Πέφτει και σηκώνεται. Εξορίζεται και επιστρέφει.

Το όνειρό της υπάρχει ως πραγματικό, όπως λέει και ο Ντοστογιέφκσι στο όνειρο ενός γελοίου΄΄Δεν ήταν όνειρο, την είδα την αλήθεια, το είδα και το ξέρω πως μπορούνε οι άνθρωποι  να είναι ωραίοι κι ευτυχισμένοι χωρίς να χάσουν την ικανότητά τους να ζήσουνε στη γης’’

Όπως στο σχολείο τούτο με τον Εβέρ που διαβάζει Μπρεχτ, με τις Ικέτιδες στο βάθος της αυλής που περιμένουν για γύρισμα, το ηπειρωτικό κλαρίνο από το διάδρομο, τη Βάλουσκα, την περιβαλλοντική ομάδα, τον Ζουλφί Λιβανελί και τους scorpions και παραδίπλα τη Γάζα, όλα κάτω από ένα δέντρο που γράφει: αυτό που δεν αμφισβητήσαμε ποτέ το αμφισβητούμε σήμερα .

Εδώ και ο δέντρος μας Τζένη, να περιμένει κι αυτός εκείνες τις μέρες που ο παρών και ο παρελθών χρόνος θα είναι και οι δύο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο!

 

 


 


Ο Λεωνίδας Κακούρης διαβάζει "Αποτυπώματα"






Η Χρυσή Βιδαλάκη διαβάζει "Αποτυπώματα"



Η Μάνια Παπαδημητρίου διαβάζει "Αποτυπώματα"



Από το Παρίσι με αγάπη
ο ποιητής Νίκος Γραικός διαβάζει "Αποτυπώματα"







 

 

Από την παρουσίαση των «Αποτυπωμάτων» μου, στην Ηλιούπολη

Ήταν όλα πολύ όμορφα! Αισθάνομαι πραγματικά ευτυχής για την προσέλευση του κόσμου, περίπου εκατό φίλοι και συνοδοιπόροι ήταν εκεί, ευχαριστώ για όλα τα ζεστά λόγια, τις αγκαλιές και την θερμή υποδοχή των αποτυπωμάτων μου. Ευχαριστώ όλους όσους ήταν εκεί, αλλά και αυτούς που λόγω ανωτέρας βίας δεν τα κατάφεραν. Ευχαριστώ για τις τρυφερές εκπλήξεις, μιας συμμαθήτριας, που είχα άπειρα χρόνια να δω, καθώς και μιας πολύ παλιάς μου μαθήτριας που είχα επίσης πάρα, μα πάρα πολλά χρόνια να δω και που τα δάκρυα των καστανών νεανικών ματιών της μου προκάλεσαν συναισθηματικές μαρμαρυγές. Ευχαριστώ τις εκδόσεις Ταξιδευτής, τη Σόφη από το βιβλιοπωλείο Απρόβλεπτο, την Έμμυ Χριστούλα και τον Αλέξανδρο Σχισμένο που μίλησαν τόσο θερμά για το βιβλίο. Την Χρυσή Βιδαλάκη και την παλιά μου μαθήτρια Εύα Ξεζωνάκη που διάβασαν τόσο όμορφα! Και τους παλιούς μου μαθητές, την Άννα Μπλούνα, την Δέσποινα Αντωνέλου, την Φωτεινή Βουβέλλη και τον Φώτη Σαλταπίδα που στόλισαν μουσικά την παρουσίαση. Όμορφο πράγμα να βιώνεις τόση αγάπη, τόση έγνοια και υποστήριξη και αναγνώριση.

Υ/γ: ευχαριστώ πάρα πολύ τη Μάνια Παπαδημητρίου, τον Λεωνίδα Κακούρη και τον Νίκο Γραικό για τα υπέροχα μηνύματά τους, μέσω του video.















 Σημασία στη ζωή έχει η περπατησιά, το ίχνος, το αποτύπωμα που αφήνουμε φεύγοντας



Πάντα μου άρεσαν οι ανθρώπινες ιστορίες, γιατί είναι αληθινές, γιατί κουβαλούν χαρές και πόνους, ερχομούς και αποχωρισμούς, επιβεβαιώσεις και διαψεύσεις, νίκες και συντριβές, ταξίματα και ανυπακοές,   μεγάλα ναι και  μεγάλα όχι που καλούμαστε όλοι να πούμε κάποια φορά στη ζωή μας. Όμως υπάρχουν και αυτές οι μικρές στιγμές που φαινομενικά είναι αδιάφορες, κι όμως έχουν τόσο μεγάλη αξία, ίσως γιατί κουβαλούν το σπέρμα της ψυχής και της καρδιάς του ανθρώπου. Η ιστορία του καθενός μας συγκροτεί τη μικροϊστορία, τη  δική μας ιστορία, ατομική και συλλογική, απέναντι στην άλλη ιστορία, τη δική τους, την επίσημη, που την φτιάχνουν αυτοί που κάνουν κουμάντο πάνω στις ζωές μας και τα θέλω μας. 

Στη συλλογή διηγημάτων μου ιχνηλατώ τις περπατησιές, θετικές κι αρνητικές απλών καθημερινών ανθρώπων. Καταπιάνομαι με τον άνθρωπο, το χρόνο και τον τόπο. Εδώ να πω πως στον τόπο υπάρχει υφέρπουσα η παρουσία της Μουργκάνας, το ηπειρώτικο στοιχείο, ένα άρωμα ηπειρώτικο, ένα «κάτι» δικό μου, o τόπος μου, μητρίδα και πατρίδα μου.  

Ανθρώπινες περπατησιές λοιπόν. Γιατί σημασία στη ζωή έχει η περπατησιά, το ίχνος, το αποτύπωμα που αφήνουμε φεύγοντας και γιατί τελικά ο χρόνος είναι οι άνθρωποι και όπως λέει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη: «Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει».  


Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

 Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω / Χτυπάει πισώπλατα ο χρόνος



Πρώτη Σεπτέμβρη αύριο και οι καθηγητές/δάσκαλοι πάνε στα σχολεία τους. Όλοι ανεξαιρέτως. Μου φαίνεται παράξενο που εγώ θα απουσιάζω από αυτό το προσκλητήριο. Δεν είμαι σε θέση αυτή τη στιγμή να κωδικοποιήσω τα συναισθήματά μου. Είναι σίγουρο πως το σχολείο θα μου λείψει. Όμως χτυπάει πισώπλατα  ο χρόνος. Ο άνθρωπος πρέπει κατά τη γνώμη μου να ξέρει πότε πρέπει να φεύγει. Γενικώς. Αποφάσισα να φύγω τη στιγμή της κορύφωσης, με φουλ τις μηχανές και το κεφάλι ψηλά, δεν ήθελα να φύγω κουρασμένη, παραιτημένη. Ήθελα τα παιδιά να με θυμούνται ζωηρή να περνάω στους σχολικούς διαδρόμους τραγουδώντας. Είναι κι αυτό κάτι. Νέες συνθήκες, νέα καθήκοντα.

Και να που τα ταξίδια

μείναν μόνο όνειρα

Και να που οι φωνές

και τα τραγούδια σώπασαν

 

Και να που η ζωή

τώρα κυλάει πιο γρήγορα

Και να που τα παιδιά

και τα παιχνίδια χάθηκαν

 

Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω

Χτυπάει πισώπλατα ο χρόνος

Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω

Φταίει η ζωή που είναι μικρή

 

https://www.youtube.com/watch?v=FupLWUF0FJ4



 

Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

«Οι παρέες γράφουν ιστορία»

Το κύκνειο άσμα μιας ομάδας που διαπέρασε σαν κόκκινη κλωστή τη ζωή του σχολείου μας


Η συνάντηση πέντε μαθητικών γενεών που έδρασαν και δημιούργησαν εδώ σ΄ αυτή τη ζεστή σχολική γωνιά, η κάθε μια στην εποχή της. Οικοδεσπότης   η πολιτιστική ομάδα και γλυκιά αφορμή ο Τάσος Λειβαδίτης.

Δεκαπέντε χρόνια Πολιτιστική Ομάδα, η πιο ζεστή σχολική παρέα, που διαπέρασε σαν κόκκινη κλωστή τη σχολική μας ζωή, αφήνοντας ανεξίτηλα τα χνάρια της στην πολιτιστική δράση όχι μόνο του δευτέρου Γυμνασίου, αλλά ολόκληρης της Ηλιούπολης.